προλετάριος — ο (από λ. λατ.), θηλ. α 1. στην αρχαία Ρώμη, ο φτωχός πολίτης που πρόσφερε στην πολιτεία μόνο τα παιδιά του για στρατιώτες. 2. σήμερα, άτομο του οποίου το μοναδικό περιουσιακό στοιχείο προέρχεται από την εργασία του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προλεταριακός — ή, ό, Ν [προλετάριος] 1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στο προλεταριάτο ή στον προλετάριο («προλεταριακή συνείδηση») 2. φρ. α) «προλεταριακή λογοτεχνία» όρος που χρησιμοποιείται για συγγραφείς και λογοτεχνικά έργα, κυρίως μυθιστορήματα και… … Dictionary of Greek
προλεταριοποίηση — η, Ν η κοινωνική υποβάθμιση ενός ατόμου ή μιας κοινωνικής ομάδας από μια ανώτερη κοινωνική τάξη και η ένταξή τους στην τάξη τού προλεταριάτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < προλετάριος + ποίηση (< ποιώ), απόδοση τού γαλλ. proletarisation] … Dictionary of Greek
Εμινέσκου, Μιχαήλ — (Mihail Eminescu, Μποτοσάνι, Μολδαβία 1850 – Βουκουρέστι 1889). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Ρουμάνου ποιητή Μιχαήλ Εμινόβιτσι (Mihail Eminovici). Έπειτα από μια περιπετειώδη νεότητα, ο Ε. πήγε για σπουδές στη Βιέννη, όπου συμμετείχε στο… … Dictionary of Greek
Κρούπσκαγια, Ναντέζντα Κονσταντίνοβνα — (Nadezhda Konstantinovna Krupskaya, Αγία Πετρούπολη 1869 – Μόσχα 1939). Ρωσίδα κομουνίστρια, σύζυγος του Λένιν. Είχε ενεργό συμμετοχή στο ρωσικό επαναστατικό κίνημα και αργότερα πρωτοστάτησε στην υιοθέτηση του συστήματος της λαϊκής παιδείας. Η Κ … Dictionary of Greek